- μάουζερ
- τοτύπος διαφόρων γερμανικών πυροβόλων όπλων που επινοήθηκαν από τον οπλοποιό Βίλχελμ φον Μάουζερ και κατασκευάστηκαν στο εργαστάσιό του.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επών. τού Γερμανού εφευρέτη W. von Mauser].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μάουζερ, Βίλχελμ — (Willhelm Mauser, Όμπερντορφ επί του Νέκαρ, Βυρτεμβέργη 1834 – 1882). Γερμανός οπλοποιός και βιομήχανος. Μαζί με τον αδελφό του Πάουλ (1838–1914) κατασκεύασε ένα επαναληπτικό τουφέκι ταχείας βολής, τον τύπο 71, που έγινε αμέσως δεκτό από τον… … Dictionary of Greek